- χοροκιθαρίζω
- χορο-κιθαρίζω, zum Chortanze die Cither spielen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χοροκιθαρίζω — Α παίζω κιθάρα για τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κιθαρίζω (< κιθάρα)] … Dictionary of Greek
χοροκιθαριστής — ὁ, Α [χοροκιθαρίζω] ερμηνευτής που παίζει κιθάρα για τον χορό … Dictionary of Greek